- υδροστάσιο
- το / ὑδροστάσιον, ΝΑ [υδροστάτης]1. τόπος καλυμμένος από στάσιμα νερά, μικρό τέναγος2. χώρος συλλογής νερού, δεξαμενήνεοελλ.φυσική ή τεχνητή μικρή λίμνη στην οποία εκτρέφονται ψάρια τών γλυκών νερών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροστάσιο — το 1. δεξαμενή γεμάτη νερό όπου εκτρέφονται ψάρια του γλυκού νερού. 2. μέρος καλυμμένο από στάσιμα νερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek